- παλαιογραφία
- Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο έλεγχος της γνησιότητας, των διάφορων γραπτών μνημείων για τα οποία υπήρχε υπόνοια παραποίησης. Πατέρας της π. θεωρείται ο βενεδικτίνος μοναχός του τάγματος του Σαν Μάουρο, Ζαν Μαμπιγιόν, ο οποίος, με το έργο του De re Diplomatica (Παρίσι 1681), επιχειρεί για πρώτη φορά μια συστηματική διάκριση των ειδών γραφής, την ταξινόμηση και τη χρονολόγησή τους. Το 1708, η έκδοση της Palaeographia Graeca του επίσης βενεδικτίνου μοναχού Μπερνάρ ντε Μονφοκόν εγκαινιάζει έναν νέο κλάδο της π.: την ελληνική π. Ξεκινώντας από το Μαμπιγιόν, η π. προάγεται σημαντικά κατά τον 18o αι., ιδίως με το έργο του Ιταλού Σιπιόνε Μαφέι Istoria diplomatica (1727), και κυρίως με την έκδοση του μνημειώδους έργου Νέα πραγματεία της διπλωματικής (Παρίσι 1750-65) των επίσης βενεδικτίνων Ρενέ Τασέν και Σαρλ Τουστέν. Κατά τον 19o αι. αποχωρίζεται από την π. η μελέτη της γραφής των αρχαίων επιγραφών, που αποτελεί σήμερα ιδιαίτερο επιστημονικό κλάδο, την επιγραφική. Αυτοτέλεια σχεδόν απέκτησε και η σπουδή της γραφής των παπύρων, με την οποία ασχολείται η παπυρολογία. Αλλά αν το πεδίο έρευνάς της περιορίστηκε σε έκταση, η π. παρουσίασε κατά τον τελευταίο αιώνα σπουδαία επιτεύγματα στην κατά βάθος μελέτη των προβλημάτων της γραφής. Κέντρα σπουδής της π. κατά την περίοδο αυτή είναι η École des Chartes και η École pratique des Hautes Études στο Παρίσι, με κύριους εκπροσώπους τον Λεοπόλντ Ντελίλ (1826-1910) και τον Εμίλ Σατελέν (1855-1933) αντίστοιχα· άλλοι κορυφαίοι παλαιογράφοι είναι ο Βίλχελμ Βάτενμπαχ (1819-1897), καθηγητής στη Χαϊδελβέργη, και ο Λούντβιχ Τράουμπε (1861-1907) στο Μόναχο. Όσο για την ελληνική π. πρέπει να μνημονευθούν ο Γερμανός καθηγητής Βίκτορ Γκαρντχάουζεν, συγγραφέας της Griechische Paleographie (1913) και πολλών άλλων έργων για επιμέρους παλαιογραφικά ζητήματα, και ο άλλοτε διευθυντής του τμήματος χειρογράφων του Βρετανικού Μουσείου ΈντουαρντΤόμπσον, συγγραφέας του Εγχειριδίου ελληνικής και λατινικής παλαιογραφίας (1894), που μεταφράστηκε στη γλώσσα μας (με πολλές συμπληρώσεις) από τον κορυφαίο Έλληνα παλαιογράφο Σπυρίδωνα Λάμπρο.
Αντικείμενο της π. είναι οι γραφές του παρελθόντος και η μορφολογική τους εξέλιξη, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο. Αντίθετα, τη γραφή σε συνάρτηση με το περιεχόμενο ενός κειμένου, εξετάζουν ορισμένοι κλάδοι της π., όπως η μουσική π., που μελετά τα αρχαία συστήματα των μουσικών σημείων, η εκδοτική και κριτική των κειμένων, που εξετάζει την παράδοση των αρχαίων κειμένων και τις σχέσεις των χειρογράφων που τα παραδίδουν, η νομική παπυρολογία, που μελετά τους νομικούς τύπους των εγγράφων της ρωμαϊκής εποχής, η διπλωματική, που ενδιαφέρεται κυρίως για τους τύπους και τους κανόνες που διέπουν τη σύνταξη των μεσαιωνικών εγγράφων. Η κωδικολογία επίσης, που μελετά την ύλη, το σχήμα και το δέσιμο των χειρογράφων, είναι ένας από τους κυριότερους βοηθητικούς κλάδους της π. Από την άποψη της γλώσσας, υπάρχουν τόσες π. όσες και αρχαίες γλώσσες. Eξηγείται εύκολα όμως το γεγονός ότι το μέγιστο ενδιαφέρον των παλαιογράφων στράφηκε στην ελληνική και στη λατινική π., που για τον λόγο αυτόν θα έχουν καλύτερα μελετηθεί ως προς τις μεθόδους έρευνας και την ταξινόμηση των διάφορων τύπων γραφής. Διασώθηκαν περίπου 60.000 ελληνικά χειρόγραφα και εκατοντάδες χιλιάδες λατινικά, γραμμένα σε διάφορες γραφικές ύλες, κυρίως σε πάπυρο, περγαμηνή και χαρτί (αυτό από τον 12o αι. και μετά). Τα συστήματα ταξινόμησης, που βασίζονται σε μια όχι πάντα σαφή ορολογία, υπόκεινται σήμερα (ύστερα από το Πρώτο Διεθνές Συνέδριο Λατινικής Παλαιογραφίας, Παρίσι 1953) σε μια ριζική αναθεώρηση, που τείνει να ανατρέψει και τα μέχρι σήμερα υιοθετημένα κριτήρια χρονολόγησης των γραφών. Παρακάτω εκθέτουμε σχετικά με τους κυριότερους τύπους γραφής, σύμφωνα με τα παραδοσιακά συστήματα ταξινόμησης: γενικά, από άποψη παλαιογραφική, μπορούμε να διακρίνουμε τόσο την ελληνική, όσο και τη λατινική γραφή σε μεγαλογράμματη (κεφαλαιογράμματη) και σε μικρογράμματη. Η μικρογράμματη γραφή, με την οποία γράφτηκε το 90% των σωζόμενων κωδίκων, διακρίνεται κυρίως σε όρθια και πλάγια, καθώς επίσης και σε τυποποιημένη –που χρησιμοποιείται για τα επίσημα έγγραφα και τα λειτουργικά χειρόγραφα– και σε συνηθισμένη.
Ελληνική π. Τα αρχαιότερα ελληνικά χειρόγραφα (σε παπύρους ή περγαμηνές) είναι γραμμένα σε μια όρθια μεγαλογράμματη γραφή, σαφώς επηρεασμένη από τους χαρακτήρες των αρχαίων επιγραφών. Παράλληλα με αυτή τη γραφή και αντικαθιστώντας την από τον 4o αι. εμφανίζεται μια στρογγυλόσχημη μεγαλογράμματη γραφή, που είναι σε χρήση μέχρι τον 9o αι. Και τα δύο είδη των γραφών αυτών απαντούν και σε επίσημα και σε συνηθισμένα γραπτά μνημεία. Ήδη όμως στους ελληνικούς παπύρους, που δεν προορίζονται για επίσημη χρήση, παρατηρείται συχνά μια ελευθεριότητα στη γραφή και μια συνεχώς εντεινόμενη τάση να ενώνονται τα γράμματα μεταξύ τους. Η τάση αυτή ενισχύθηκε ιδίως μετά την επικράτηση της περγαμηνής, που ως γραφική ύλη ήταν πολύ πιο μαλακή και λεία από τον πάπυρο και προσφερόταν επομένως για μια άνετη και συνεχή γραφή. Από τη γραφή αυτή, την ονομαζόμενη επισεσυρμένη, προήλθε η μικρογράμματη γραφή που τυποποιείται και επικρατεί οριστικά από τον 9o αι. Είναι η τυπική βυζαντινή γραφή. Καθαρή, με ελαφρή κλίση προς τα αριστερά στην αρχή, δεξιοκλινής από τα μέσα του 10ου αι., η μικρογράμματη γραφή της πρώτης περιόδου (9ος-11ος αι.) είναι εξαιρετικά κομψή, αλλά αυστηρά –συχνά μέχρι δυσκαμψίας– τυποποιημένη και γι» αυτό ελάχιστα προσωπική. Χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η αναβίωση, μέσα στη μικρογράμματη γραφή, μερικών μεγαλογράμματων στοιχείων, όπως το Ε, το Η, το Ν, το Β, κλπ. Τον 12o αι. διαμορφώνεται η ιδιότυπη γραφή των λειτουργικών χειρογράφων: τα γράμματα είναι μεγάλα, γραμμένα με χοντρή πένα, εντελώς στρογγυλά και τυποποιημένα. Το επίσημο και αυστηρό αυτό ύφος της λειτουργικής γραφής θα διατηρηθεί αναλλοίωτο σχεδόν σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο. Αντίθετα η συνηθισμένη γραφή του 12ου αι. ελευθεριάζει: ορισμένα γράμματα γίνονται μεγαλύτερα, άλλων οι κεραίες μηκύνονται και διασπούν το αυστηρό πλαίσιο των γραμμάτων, και αυτοί οι τόνοι είναι υπερβολικά μεγάλοι. Χαρακτηριστικό επίσης της γραφής του 12ου αι. είναι η στρογγυλοποίηση των πνευμάτων. Τα σημεία αυτά γράφοντας ως » (ψιλή) και ` (δασεία), προέρχονταν δηλαδή από τη διχοτόμηση του Η (που από την αρχαιότητα δήλωνε το δασύ πνεύμα, όπως άλλωστε και σήμερα στις λατινογενείς γλώσσες). Αργότερα τον 10o-11o αι., απλουστεύτηκε η γραφή τους για να καταλήξουν από τον 12o αι. στη σημερινή περίπου μορφή τους: » και `. Η λεπτομέρεια αυτή μας βοηθά συχνά σε μια χονδρική χρονολόγηση της γραφής. Τη γραφή του 13ου αι. χαρακτηρίζει η τέλεια χαλάρωση του ρυθμού: τα γράμματα μικραίνουν, είναι ανισοϋψή, οι κεραίες τους και οι τόνοι μηκύνονται, τα συμπλέγματα των γραμμάτων και οι συντομογραφίες, ιδίως στις καταλήξεις, πληθαίνουν, τα γράμματα μονοσύλλαβων ή δισύλλαβων λέξεων γράφονται συχνά το ένα πιο ψηλά από το άλλο. Η ελευθεριότητα αυτή μετριάζεται τον 14o αι. Κατά τον 15o και 16o αι. η γραφή χάνει τη στρογγυλότητά της, γίνεται γωνιώδης και επιμήκης, και αποκτά προσωπικό χαρακτήρα: είναι η εποχή της Αναγέννησης κατά την οποία εμφανίζονται δεκάδες επαγγελματίες κωδικογράφοι, που αντιγράφουν δεκάδες φορές τα κλασικά κείμενα ώστε να πωληθούν αυτά στις βιβλιοθήκες και στους ουμανιστές της δυτικής Ευρώπης. Τον 17o αι. η γραφή απλουστεύεται, αλλά διατηρεί ακόμα τον παραδοσιακό, βυζαντινού τύπου, χαρακτήρα της, ενώ τον 18o αι. παίρνει βασικά το ύφος της σύγχρονης νεοελληνικής γραφής, με κύρια χαρακτηριστικά την πυκνότητα, τη σμίκρυνση και τη στρογγυλοποίηση των γραμμάτων καθώς και τη διατήρηση μερικών συμπλεγμάτων και συντομογραφιών. Μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, η πύκνωση των σχολείων και η διάδοση του εντύπου συνέτεινε στην απλούστευση και στην εξατομίκευση της γραφής. Σταθμό πάντως στην εξέλιξη της νεοελληνικής και γενικά της γραφής θα αποτελέσει η αντικατάσταση της μελάνης και της προαιώνιας πένας από τα λεγόμενα στυλό διαρκείας, που επικράτησαν γενικά σχεδόν από το 1960 μέχρι σήμερα.
Λατινική π. Μεγαλογράμματη ήταν και η λατινική γραφή στο αρχικό της στάδιο, αλλά παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλία τύπων: αυτόν που υπό την επίδραση των επιγραφών, έτεινε στον τετραγωνισμό των γραμμάτων (Rusticus) και τον στρογγυλόσχημο, που επικρατεί κατά τον 5o έως τον 8o αι. Ένας ιδιαίτερος τύπος της στρογγυλόσχημης γραφής, η ονομαζόμενη νησιωτική μεγαλογράμματη, διαμορφώνεται στην Ιρλανδία (8ος-9ος αι.). Παράλληλα προς τους δύο αυτούς βασικούς τύπους της μεγαλογράμματης γραφής συναντούμε συχνά, ήδη από τον 1o αι. π.Χ., μια επισεσυρμένη γραφή, πλάγια και μεγαλογράμματη αρχικά, στρογγυλόσχημη με πολλούς μικρογράμματους χαρακτήρες κατόπιν και εντελώς μικρογράμματη πλάγια από τον 4o αι. και μετά. Οι εγκαταστάσεις των γοτθικών φύλων στον ρωμαϊκό χώρο κατά τον 5o και 6o αι. αποτελούν αφετηρία μιας νέας περιόδου στην ιστορία της λατινικής γραφής. Τρεις κυρίως μικρογράμματοι τύποι διαμορφώνονται κατά τους 2-3 αιώνες που ακολούθησαν: η λογγοβαρδική στη βόρεια Ιταλία, η βησιγοτθική στην Ισπανία και η μεροβιγγιανή στη Γαλλία. Νέα περίοδο εγκαινιάζει η εποχή του Καρλομάγνου (9ος αι.): η πολιτιστική και πολιτική ενότητα της δυτικής Ευρώπης συντείνει στη διαμόρφωση ενός απλού και γενικά σχεδόν παραδεκτού τύπου γραφής, της ονομαζόμενης καρολίδειας μικρογράμματης, που επικρατεί μέχρι την εποχή της Αναγέννησης (15ος αι.). Παραλλαγή και ακραία τυποποίηση της γραφής αυτής είναι η γοτθική γραφή –δημιούργημα της εποχής των πανεπιστημίων (13ος-14ος αι.)– που επιβιώνει μέχρι σήμερα στις γερμανικές χώρες. Κατά τους χρόνους της Αναγέννησης, η γραφή απλουστεύεται και εξατομικεύεται (ουμανιστική γραφή), για να καταλήξει στους γνωστούς τύπους γραφής των νεότερων ευρωπαϊκών γλωσσών.
Σελίδα από το έργο του βενεδικτίνου μοναχού Μονφω-κόν «Palaeographia Graeca» (1708), με το οποίο εγκαινιάστηκε η ελληνική παλαιογραφία.
Δείγματα της ελληνικής γραφής από την προχριστιανική εποχή ως τις αρχές του αιώνα μας: 1) Γραφή του 4ου π.χ αι.σε πάπυρο, 2) γραφή του 2ου αι.σε πάπυρο, 3) Επισεσυρμένη γραφή του 3ου αι. σε πάπυρο, 4) γραφή του 4ου αι. σε περγαμηνή, 5) γραφή του 5ου αι. σε περγαμηνή, 6) πρώιμη βυζαντινή γραφή του 6ου αι., 7) γραφή του έτους 800 σε περγαμηνή, 8) τελευταίο στάδιο μεγαλογράμματης γραφής του 10ου αι., 9) πρώιμη μικρογράμματη γραφή του 10ου αι., 10) γραφή του 12ου αι. με επιβιώσεις μεγαλογράμματης γραφής, 11) γραφή του 13ου αι., 12) Γραφή του 14ου αιώνα, 13) γραφή του 15ου αι., 14) δείγμα γραφής επίσης του 15ου αι., 15) γραφή 16ου αι., 16) γραφή 17ου αι., 17) γραφή 18ου αι., 18) γραφή αρχών 19ου αι., 19) γραφή αρχών 20ου αι., οπότε επικράτησε και το μονοτονικό σύστημα γραφής (αρχές δεκαετίας 1980).
Ελληνική παλαιογραφία: περγαμηνό χειρόγραφο του 10ου – 11oυ αιώνα.
Περγαμηνό χειρόγραφο του 1380.
Xειρόγραφο του 15ου – 16ου αιώνα. (Βαλιτσελιανή Βιβλιοθήκη, Ρώμη).
Λατινική παλαιογραφία: περγαμηνό χειρόγραφο 5ου – 7ου αιώνα.
Περγαμηνό χειρόγραφο 11ου αιώνα.
Χειρόγραφο με γοτθική γραφή του 15ου αιώνα. (Βαλιτσελιανή Βιβλιοθήκη, Ρώμη).
* * *ηεπιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανάγνωση, χρονολόγηση και προέλευση τών γραπτών κειμένων τής κλασικής αρχαιότητας και τού μεσαίωνα τα οποία σώζονται σε παπύρους, σε περγαμηνές και σε χαρτί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paleographie (< παλαιο-* + -γραφία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.